Έμποροι και επιχειρήσεις ακόμα και διαφορετικές εταιρείες μπορούν να συνεργαστούν σε κοινό εμπορικό σκοπό μέσω κοινοπραξίας.
Η συνεργασία δύο ή περισσότερων εμπόρων (ατομικών επιχειρήσεων ή και εταιριών) μπορεί να γίνει και με τη μορφή της κοινοπραξίας. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται πρέπει να αποτυπωθούν σε συμφωνία των συνεργαζόμενων προσώπων και με αυτόν τον τρόπο θα ρυθμίζονται οι σχέσεις τους με τους τρίτους αλλά και μεταξύ τους. Η συνεργασία που εκδηλώνεται ως κοινοπραξία αντιμετωπίζεται είτε ως ομόρρυθμη εταιρεία είτε ως αστική εταιρεία είτε και ως άλλο είδος εμπορικής εταιρείας. του οποίου ο τύπος προβλέπεται συγκεκριμένα από το νόμο. Αναλόγως της διαμόρφωσης της συμφωνίας και του εταιρικού τύπου που επιλέγουν τα μέρη για τη συνεργασία τους επέρχονται και διαφορετικές συνέπειες και αποτελέσματα ως προς τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας και των συνεργαζόμενων προσώπων.
Στο δίκαιο των εταιρειών υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων, που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό με τη συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία ως ιδιαίτερος τύπος. Αφότου, εμφανίσθηκε και δρα στην πράξη, η κοινοπραξία είναι δυνατόν να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρείας, εάν από τη φύση και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα όιέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ. είτε εμπορικής εταιρείας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους, που αναγνωρίζονται από αυτό, γιατί στις εταιρείες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων, αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρείας, διαφορετικού από εκείνους, που αυτό αναγνωρίζει.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθριον 741 Α. Κ.. 20 ΕΝ και 2 του Β. Δ. της 2/14-5-1835 "Περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων". συνάγεται ότι η κοινοπραξία, η οποία, με ιδιαίτερη επωνυμία ή με τα ονόματα όλων των μελών της, αναλαμβάνει, ως ανάδοχος, την εκτέλεση τεχνικού έργου, το οποίο, κατά τα ουσιώδη στοιχεία του. αποτελεί επιχείρηση χειροτεχνίας και επομένως αντικειμενικά εμπορική πράξη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρείας. Εάν όμως αυτή δεν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 ΕΝ, για τις ομόρρυθμες εταιρείες, διατυπώσεις δημοσιότητας, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι» (Ολομ.ΑΠ 22/1998), με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής. Ετσι, ισχύει η απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων και ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης, ο οποίος καθιερώνεται, επί ομόρρυθμης εταιρίας, με τη διάταξη του άρθρου 22 ΕΝ. Κατ' αυτόν κάθε ομόρρυθμος εταίρος μπορεί μόνος του να δεσμεύει την εταιρία, ανεξάρτητα από τη σύμπραξη ή ακόμη και την εναντίωση των άλλων. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου επιτρέπεται στους ομόρρυθμους εταίρους να περιλάβουν στο καταστατικό ρυθμίσεις που παρεκκλίνουν από το νόμο. Ετσι, μπορούν να ορίσουν ότι η εκπροσώπηση της εταιρίας θα γίνεται από περισσότερους, ενεργούντες χωριστά ή από κοινού. Εφόσον όμως η ομόρρυθμη εταιρία δεν υποβληθεί στις διατυπώσεις της δημοσιότητας, τις σχετικές καταστατικές ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 22 ΕΝ. δεν μπορούν να επικαλεστούν οι εταίροι έναντι των τρίτων και ως εκ τούτου έναντι αυτών ισχύει σε κάθε περίπτωση, ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης (άρ. 42 περ. 3 ΕΝ) (ΑΠ 36/2011, 654/2010 δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η έλλειψη δε διατυπώσεων δημοσιότητας, δεν αναπληρώνεται ούτε από τη δημόσια άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (ΕφΑΘ 176/2007, ΕλλΔνη 2007.907), ούτε από την κατάθεση - αντιγράφου του καταστατικού στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. (ΜΠρΡόδου 619/12 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως στην ανωτέρω περίπτωση, τα μέλη της κοινοπραξίας ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον με αυτήν για τις υποχρεώσεις της, δηλαδή υπάρχει μεταξύ τους σχέση αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 1180/1995 ΕλλΔνη 38.778. ΑΠ 97/1993 ΕΕΝ 1994.90. ΑΓΡ 82/1981 ΕλλΔνη 1981.420 - 421. ΕφΑΘ 176/2007 ΕλλΔνη 2007.907;^ ΕφΔυτΜακ 9/2006 Αρμενόπουλος 2006.1583, ΕφΑΘ 2968/1998 ΕλλΔνη 1999.423, ΕφΘεσ 50/1998 ΕλλΔνη 1999.186. ΕφΑΘ 4211/1987 ΕλλΔνη 1988.1619 και ΕφΑΘ 2617/1987 ΕλλΔνη 1988.322).