ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΣΗ: ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΣΗ: ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Ο εργοδότης προσφεύγει στην τροποποιητική καταγγελία, όταν επιδιώκει όχι τη λύση της σύμβασης εργασίας, αλλά τη συνέχισή της με τροποποίηση του περιεχομένου της. Προτείνει δηλαδή στον εργαζόμενο την τροποποίηση των όρων εργασίας του, την οποία αν αυτός δεν αποδεχθεί, τότε ο εργοδότης θα καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Η απειλή της απόλυσης, καθίσταται ισχυρό μέσο εξαναγκασμού του εργαζομένου, να αποδεχθεί τελικά τους νέους όρους εργασίας που του επιβάλλει ο εργοδότης του, ακόμη σε περιπτώσεις που αυτοί είναι δυσμενέστεροι κι αδικαιολόγητοι.


Ωστόσο, σε σχέση με την κοινή καταγγελία, η εν λόγω καταγγελία αποτελεί ηπιότερο μέσο, διότι για να λάβει χώρα, προϋποθέτει πάντοτε τη συναίνεση του εργαζομένου. Εξάλλου, εφόσον είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχόλησης με διαφορετικούς όρους εργασίας, η τροποποιητική καταγγελία προηγείται της απόλυσης.


Η τροποποίηση των όρων εργασίας, μπορεί να δικαιολογείται από οικονομικοτεχνικούς λόγους ή από λόγους που έχουν σχέση με το πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Όταν αποτελεί συνέπεια των μεταβολών της οικονομικοτεχνικής κατάστασης της επιχείρησης, που είναι και το πιο σύνηθες στην πράξη, η υπό κρίση καταγγελία προϋποθέτει μια επιχειρηματική απόφαση του εργοδότη η οποία οδηγεί είτε στην κατάργηση μιας θέσης εργασίας είτε στην μεταβολή των όρων εργασίας και παράλληλα προσφέρει τη δυνατότητα συνέχισης της απασχόλησης σε μια νέα θέση εργασίας. Ενδεικτικά εργοδοτικές πρωτοβουλίες έχουν σχέση με το πρόγραμμα επενδύσεων, την πολιτική των τιμών, τις μεθόδους παραγωγής της εργασίας, τη διαφήμιση και τις μεταβολές σχετικά με το είδος και την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο δικαστικός έλεγχος επιβάλλεται όταν οι εργοδοτικές αποφάσεις που λαμβάνονται δεν εξυπηρετούν κανέναν οικονομικό σκοπό και έχουν στόχο να βλάψουν τους εργαζόμενους.


Απέναντι σε μια τροποποιητική καταγγελία, εν πρώτοις ο εργαζόμενος μπορεί να αποδεχθεί την πρόταση τροποποίησης, οπότε συνεχίζεται η  σύμβαση εργασίας με τους νέους όρους. Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Κατά κανόνα, η χωρίς διαμαρτυρία συνέχιση της παροχής εργασίας υπό τους νέους όρους συνιστά σιωπηρή αποδοχή.


Εναλλακτικά, δύναται να απορρίψει την πρόταση, οπότε λύνεται η σχέση εργασίας και του καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση. Αναγκαίο είναι, να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις κύρους της τροποποιητικής καταγγελίας, συμπεριλαμβανομένου του να μην είναι αυτή καταχρηστική.


Ο εργαζόμενος δηλαδή, όταν η τροποποίηση των όρων εργασίας του γίνεται καταχρηστικά, δικαιούται να την αποκρούσει. Ως καταχρηστική η τροποποιητική καταγγελία θεωρείται, όταν η νομιμότητά της μπορεί να αμφισβητηθεί είτε λόγω του αθέμιτου περιεχομένου των προταθέντων όρων, είτε λόγω της παραβίασης των όρων απόλυσης, είτε λόγω απουσίας δικαιολογητικής αιτίας.


Υπόκειται επίσης σε δικαστικό έλεγχο, κατά τον οποίο εκτός από τα παραπάνω,  ερευνάται και αν η καταγγελία, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στην τροποποίηση που του προτείνεται, γίνεται για λόγους εκδίκησης, ή αν το περιεχόμενο των προταθέντων όρων αντιβαίνει σε κανόνες δημόσιας τάξης, όπως για παράδειγμα είναι η πρόταση παράνομου ωραρίου ή μισθού κατώτερου από το νόμιμο. Τέτοιοι παράνομοι όροι, είναι και εκείνοι που χωρίς να προσκρούουν σε κανόνες δημόσιας τάξης του εργατικού δικαίου, προσβάλλουν την προσωπικότητα του εργαζομένου.

Είναι συνεπώς δικαιολογημένη, η πρόταση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο να τον απασχολήσει σε άλλη θέση εργασίας και νόμιμη η τροποποιητική καταγγελία που επιδιώκει τη συγκεκριμένη μεταβολή, όταν η θέση που κατέχει για διάφορους οικονομοτεχνικούς λόγους καταργήθηκε. Η απόλυσή του, ως συνέπεια της άρνησής του να δεχθεί τη προτεινόμενη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική. Προϋπόθεση βέβαια, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αποτελεί ο δικαστικός έλεγχος να καλύπτει πέραν από τους λόγους που οδήγησαν τον εργοδότη στην τροποποιητική καταγγελία και τους ίδιους τους προτεινόμενους όρους, την έκταση δηλαδή της μεταβολής.

Η Έφη Γ. Λακμέτα είναι δικηγόρος του δικηγορικού συλλόγου Λάρισας και προίσταται του Δικηγορικού γραφείου Έφη Γ. Λακμέτα, με έδρα τη Λάρισα, το οποίο διευθύνει.

Επικοινωνία

Παπανασταστασίου 67-69, Λάρισα, 41222

2411 171770

2411 171770

6975 990954

efilakmeta@dikigoroslarisa.gr

www.dikigoroslarisa.gr