Το ζήτημα της αποτύπωσης της προσωπικής διαφοράς μεταξύ “παλαιών” και “νέων” συντάξεων στα εκκαθαριστικά σημειώματα που αναμένονται πλέον εντός του τρέχοντος μηνός, πυροδοτεί εκ νέου το ενδιαφέρον όχι μόνο για το εύρος των διαφορών που θα αντικρύσουν οι συνταξιούχοι της χώρας, αλλά και για την αμφιλεγόμενη νομιμότητα-συνταγματικότητα του επανυπολογισμού, ο οποίος αποτελεί άλλωστε και αντικείμενο κρίσης της πολυαναμενόμενης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο επανυπολογισμός αφορά τις συνταξιοδοτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016. Στην περίπτωση της αρνητικής προσωπικής διαφοράς, ο επανυπολογισμός και η αναπροσαρμογή της σύνταξης είχαν θετικό πρόσημο, δηλαδή το νέο επανυπολογισμένο ποσό, με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, προέκυψε μεγαλύτερο από το καταβλητέο τον Μάιο του 2016, οπότε προβλέπεται αύξηση σε πέντε δόσεις (έως το 2023).
Στην περίπτωση της θετικής προσωπικής διαφοράς, ο επανυπολογισμός και η αναπροσαρμογή της σύνταξης είχαν αρνητικό πρόσημο, δηλαδή το νέο επανυπολογισμένο ποσό, με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, προέκυψε μικρότερο από το καταβλητέο τον Μάιο του 2016, οπότε και προβλέπεται διατήρηση της προσωπικής διαφοράς και «πάγωμα» της σύνταξης (τουλάχιστον έως 31/12/2019). Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, το ποσό της θα συμψηφίζεται με τις γενικότερες αυξήσεις που προβλέπεται να δίνονται στις συντάξεις από το 2023 και μετά (με βάση την εξέλιξη του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), έως ότου η προσωπική διαφορά εξαλειφθεί.
Φαίνεται ότι στα νέα ενημερωτικά σημειώματα, τα οποία θα εμπεριέχουν τα τελικά ποσά ανταποδοτικής σύνταξης, εθνικής σύνταξης και προσωπικής διαφοράς για τους συνταξιούχους του ΕΦΚΑ, η ανταποδοτική και η εθνική σύνταξη, για τη μεγάλη πλειοψηφία τους, θα είναι μικρότερες σε σχέση με την “παλαιά” τους σύνταξη. Τούτο, σημειωτέον, παρατηρείται κατεξοχήν σε περιπτώσεις συνταξιούχων που έχουν διανύσει αρκετά έτη ασφάλισης, τουλάχιστον από 30 έτη ασφάλισης και άνω. Οι διαφορές που ενδέχεται να εντοπιστούν, σε αυτές τις περιπτώσεις, αγγίζουν ακόμη και τα 250-300 Ευρώ (δεν αποκλείεται, βεβαίως, σε κάποιες περιπτώσεις, να δούμε και υπερβάσεις του ανωτέρω ορίου).
Εκείνοι, οι οποίοι ιδίως πλήττονται, είναι οι ασφαλισμένοι με μεγάλη συγκομιδή ετών στον πρώην ΟΑΕΕ, αλλά και συνταξιούχοι του ΙΚΑ, με πολλά έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό, δημόσιοι υπάλληλοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό, ενώ σημαντικές (θετικές) προσωπικές διαφορές αναμένεται να καταγραφούν και σε υψηλές συντάξεις γιατρών, δικηγόρων, πανεπιστημιακών, συνταξιούχων ΔΕΚΟ και τραπεζών.
Απεναντίας, σημαντική θετική προσωπική διαφορά αναμένεται να καταγραφεί κυρίως στις περιπτώσεις συνταξιούχων (σαφώς λιγότεροι σε αριθμό), οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου, κατέβαλαν υψηλές εισφορές, ακόμη και αν δεν έχουν διανύσει πολλά έτη ασφάλισης. Και τούτο, διότι κατά τη διαδικασία του επανυπολογισμού των συντάξεων, με βάση το Ν. 4387/2016, οι επιπλέον του μέσου όρου καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, λειτουργούν προσαυξητικά ως προς την τελική απόδοση της συνταξιοδοτικής παροχής. Αρκετά μικρές, αλλά θετικές, διαφορές μπορούν να σημειωθούν και σε περιπτώσεις χαμηλοσυνταξιούχων με 15-20 έτη ασφάλισης, λόγω των ικανοποιητικών (για τα ασφαλιστικά τους δεδομένα), συντελεστών αναπλήρωσης.